αττάκα

αττάκα
η
βλ. ατάκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατάκα — (I) και αττάκα, η 1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας 2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνή η λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει. (II) (ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”